ἅρπαγι — ἅρπαξ robbing masc/fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αρπάγη — αρπάγη, η και αρπάγι, το τσιγκέλι, γάντζος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)