αρπάγι

αρπάγι
το (Μ ἁρπάγιον)
1. η αρπάγη
2. όργανο αλιευτικό με το οποίο βγάζουν τα ψάρια από τον γρίπο
3. ο ιστός της αράχνης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επίθ. άρπαξ ή < ουσ. αρπάγη].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ἅρπαγι — ἅρπαξ robbing masc/fem dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αρπάγη — αρπάγη, η και αρπάγι, το τσιγκέλι, γάντζος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”